- ρεκτιφιέ
- το, Νάκλ.1. διόρθωση, αποκατάσταση2. (ειδικά σχετικά για αυτοκίνητο) η αποκατάσταση φθαρμένου κυλίνδρου με λείανση τών τοιχωμάτων του.[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. rectifier «διορθώνω, επανορθώνω» < μεσ. λατ. rectifico (< λατ. rectus «ορθός»)].
Dictionary of Greek. 2013.